- νομισματογνώμων
- και νομισματογνώμονας, ο1. ειδικός στα νομίσματα και στα μετάλλια2. υπάλληλος τού νομισματικού μουσείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. εμπειρο-γνώμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.