νομισματογνώμων

νομισματογνώμων
και νομισματογνώμονας, ο
1. ειδικός στα νομίσματα και στα μετάλλια
2. υπάλληλος τού νομισματικού μουσείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. εμπειρο-γνώμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κεραμόπουλλος, Αντώνιος — (Κοζάνη 1870 – Αθήνα 1961). Αρχαιολόγος και εθνολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε τις σπουδές του στη Βιέννη, στο Βερολίνο και στο Μόναχο. Υπηρέτησε κατόπιν ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”